- ξεπατώνω
- ξεπάτωσα, ξεπατώθηκα, ξεπατωμένος1. βγάζω, αφαιρώ τον πάτο πράγματος (καλαθιού, βαρελιού, κοφινιού κτλ.): Ξεπατώθηκε το καλάθι.2. βγάζω, ξηλώνω το πάτωμα, το δάπεδο: Ξεπατώσαμε το δωμάτιο, για να το στρώσουμε με μάρμαρο.3. μτφ., κουράζω υπερβολικά, αφανίζω, εξοντώνω: Ξεπατωθήκαμε με το φύτεμα του καπνού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.