ξεπατώνω

ξεπατώνω
ξεπάτωσα, ξεπατώθηκα, ξεπατωμένος
1. βγάζω, αφαιρώ τον πάτο πράγματος (καλαθιού, βαρελιού, κοφινιού κτλ.): Ξεπατώθηκε το καλάθι.
2. βγάζω, ξηλώνω το πάτωμα, το δάπεδο: Ξεπατώσαμε το δωμάτιο, για να το στρώσουμε με μάρμαρο.
3. μτφ., κουράζω υπερβολικά, αφανίζω, εξοντώνω: Ξεπατωθήκαμε με το φύτεμα του καπνού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεπατώνω — ξεπατώνω, ξεπάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπατώνω — 1. αφαιρώ ή φθείρω τον πυθμένα, τον πάτο ενός αντικειμένου («ξεπάτωσες τον κουβά») 2. αφαιρώ το πάτωμα, ιδίως το ξύλινο δάπεδο 3. εξαντλώ τις σωματικές ή πνευματικές δυνάμεις κάποιου, ξεθεώνω 4. αφανίζω, εξολοθρεύω, ξεκληρίζω 5. μέσ. ξεπατώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεκωλώνω — και ξεκωλιάζω 1. αφαιρώ τον πάτο, τη βάση δοχείου ή σκεύους (α. «τόν ξεκώλωσες τον κουβά» β. «ξεκωλώθηκε το κοφίνι από το βάρος») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) καταπονώ κάποιον υπερβολικά, κουράζω πολύ, ξεπατώνω στη δουλειά («μάς ξεκώλωσε στη… …   Dictionary of Greek

  • ξεπάτωμα — το [ξεπατώνω] 1. η αφαίρεση τού πυθμένα, η απόσπαση τού πάτου 2. ολοκληρωτική καταστροφή, εξόντωση, ξεκλήρισμα 3. μεγάλη εξάντληση, καταπόνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”